- ακόσμητος
- -η, -ο1. αστόλιστος: Η αίθουσα ήταν εντελώς ακόσμητη.2. ανεπιτήδευτος, φυσικός: Το αφήγημα αυτό είναι απλό και ακόσμητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκόσμητος — unarranged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόσμητος — η, ο (Α ἀκόσμητος, ον) αδιακόσμητος, αστόλιστος αρχ. 1. αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη, ακατάστατος, άτακτος 2. (για ύφος λόγου) ακαλλώπιστος, λιτός, απέριττος 3. ανεφοδίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κοσμητὸς < κοσμῶ] … Dictionary of Greek
ἀκοσμήτως — ἀκόσμητος unarranged adverbial ἀκόσμητος unarranged masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόσμητον — ἀκόσμητος unarranged masc/fem acc sg ἀκόσμητος unarranged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτοιο — ἀκόσμητος unarranged masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτοις — ἀκόσμητος unarranged masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτου — ἀκόσμητος unarranged masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτους — ἀκόσμητος unarranged masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτων — ἀκόσμητος unarranged masc/fem/neut gen pl ἀκοσμέω to be disorderly pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀκοσμέω to be disorderly pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμήτῳ — ἀκόσμητος unarranged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)